Πανδημία νόσου COVID-19

Ο ιός με το όνομα κορωνοϊός-2 εντάσσεται στο οξύ αναπνευστικό σύνδρομο τύπου 2, γνωστό και ως SARS-CoV-2, και προκαλεί τη νόσο COVID-19. Ο SARS-CoV-2 εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε ανθρώπινο οργανισμό τον Δεκέμβριο του 2019. Τότε, ξεκίνησε και η πρώτη πανδημία από κορωνοϊό.

Πώς μεταδίδεται η νόσος COVID-19;

Ο βασικός τρόπος μετάδοσης του ιού είναι μέσω των σταγονιδίων του αναπνευστικού συστήματος. Όσο πιο κοντά βρίσκονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, τόσο πιο πιθανόν είναι να μεταδώσουν ή να έρθουν σε επαφή με μολυσμένα σταγονίδια. Ένας άλλος πιθανός τρόπος μόλυνσης από τον κορωνοϊό είναι αν το άτομο ακουμπήσει σε μια επιφάνεια όπου υπάρχουν τέτοιου είδους σταγονίδια (κυρίως λόγω βήχα ή φτερνίσματος) και ύστερα φέρει το χέρι του στο στόμα, τη μύτη ή τα μάτια του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος τρόπος μετάδοσης είναι και ο πιο συνηθισμένος.

Η περίοδος από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση της νόσου πιστεύεται ότι είναι 14 ημέρες. Η πλειοψηφία των ασθενών παρουσιάζουν συμπτώματα από την τρίτη έως την πέμπτη μέρα μετά από την έκθεσή τους στον κορωνοϊό. Το είδος της μετάλλαξης του ιού επηρεάζει την περίοδο επώασης. Παραδείγματος χάριν, στην παραλλαγή Omicron (B.1.1.159) τα συμπτώματα τείνουν να εμφανίζονται πιο νωρίς σε σχέση με άλλες παραλλαγές -πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες τρεις μέρες ύστερα από την έκθεση σε αυτήν. Τα συμπτώματα νόσησης των πρώτων ημερών από COVID-19 είναι συνήθως ήπια και κοινά, θυμίζοντας απλές λοιμώξεις, όπως η γρίπη.

Οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να αναλογίζονται τη πιθανότητα νόσησης από COVID-19 για άτομα που εκδηλώνουν τυπικά συμπτώματα της νόσου (βλέπε τον πίνακα παρακάτω), ειδικά πυρετό ή/και σοβαρά προβλήματα στο αναπνευστικό σύστημα. Ακόμη, άτομα που κατοικούν ή έχουν ταξιδέψει σε περιοχές με μεγάλο αριθμό κρουσμάτων ή έχουν έρθει σε επαφή με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα είναι συνετό να εξεταστούν για COVID-19. Τέλος, ο κορωνοϊός μπορεί να είναι η αιτία της εμφάνισης μιας αδικαιολόγητα σοβαρής αναπνευστικής πάθησης.

Πιθανά συμπτώματα σε ασθενείς με COVID-19

Βήχας

Πονόλαιμος

Πυρετός

Διάρροια

Μυαλγίες

Ναυτία/έμετος

Πονοκέφαλος

Ανοσμία ή άλλες ανωμαλίες της όσφρησης

Δύσπνοια (νέα ή επιδεινούμενη κατά την έναρξη)

Αγευσία ή άλλες γευστικές ανωμαλίες

Ρινόρροια και/ή ρινική συμφόρηση

Κούραση

Ρίγη

Σύγχυση

Πόνος ή πίεση στο στήθος

Σύγχυση

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτά δεν είναι τα μοναδικά συμπτώματα που έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς με COVID-19. Επιπροσθέτως, τα αναφερόμενα συμπτώματα συμπίπτουν και με άλλες ασθένειες. Για αυτό τον λόγο, η παρατήρηση των συμπτωμάτων δεν είναι αρκετή για μια διάγνωση.

Ακόμα και ο χρόνος για την ανάρρωση ποικίλλει και μεταβάλλεται ανάλογα με το άτομο -η ηλικία και η νόσηση από άλλες ασθένειες παίζουν ρόλο- και τη σοβαρότητα της νόσου. Ασθενείς με ήπια λοίμωξη από τη COVID-19 συνήθως αναρρώνουν γρήγορα, περίπου μέσα σε 1 με 2 εβδομάδες. Αντιθέτως, οι πιο σοβαρές περιπτώσεις απαιτούν και μεγαλύτερο χρόνο ανάρρωσης, ο οποίος μπορεί να φτάνει τους 1 με 3 μήνες. Η κόπωση, η δύσπνοια, ένας πόνος στο στήθος και τα γνωστικά ελλείμματα είναι παραδείγματα επίμονων συμπτωμάτων.

Ασθενείς με ανοσολογική ανεπάρκεια ή με συννοσηρότητες θεωρούνται πιο ευάλωτοι απέναντι στη νόσο COVID-19. Η πιθανότητα εκδήλωσης σοβαρών συμπτωμάτων αυξάνεται σταθερά με την ηλικία: πάνω από το 80% των θανάτων από COVID-19 σημειώνεται σε ασθενείς άνω των 65 ετών.

Το ποσοστό θνησιμότητας των ανεμβολίαστων ατόμων υπολογίζεται μεταξύ 0,15 και 1%. Το νούμερο αυτό βέβαια ποικίλλει ανάλογα την ηλικία αλλά και άλλα χαρακτηριστικά της φυσικής και ιατρικής κατάστασης του κάθε ατόμου.

Η εξέλιξη της νόσου COVID-19 σε πανδημία έχει επιφέρει προκλήσεις και προβλήματα σε κλινικά εργαστήρια, νοσοκομεία και κάθε είδους συστήματος υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρη τη χώρα -και τον κόσμο. Οι γιατροί και οι επιχειρηματικοί εμπειρογνώμονες του διαγνωστικού ομίλου Bio-Merimna προσφέρουν εμπεριστατωμένες συμβουλές, καθοδήγηση, βοήθεια και κλινική υποστήριξη για την ορθότερη αντιμετώπιση και πλοήγηση σε αυτήν τη συνεχιζόμενη ιατρική και κοινωνική κρίση.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να είστε ενημερωμένοι και να λαμβάνετε επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις για κάθε ιατρική απορία που έχετε. Παρακάτω παρατίθενται επιστημονικές απαντήσεις σε κάποιες από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις σχετικά με τη διάγνωση και τις εξετάσεις για COVID-19.

Συχνές ερωτήσεις για το τεστ κορωνοϊού

Η πανδημία COVID-19 αποτελεί μια τρέχουσα και συνεχώς εξελισσόμενη ιατρική κρίση σε παγκόσμια κλίμακα. Τα εργαστήρια παίζουν σπουδαίο ρόλο στην παρακολούθηση, τη μελέτη και τη διαχείρισή της.

Μελέτες, έρευνες και δοκιμές ελέγχου σχετικά με τη COVID-19 εκτελούνται και διατίθενται τακτικά. Αποτελεί καθήκον ενός κέντρου υγειονομικής περίθαλψης όπως το Bio-Merimna να αναγνωρίζει τους περιορισμούς των διαφόρων δοκιμών και να βεβαιώνεται για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, ώστε να συμβάλλει στη δημόσια ασφάλεια και την συγκράτηση της πανδημίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η εξατομικευμένη διάγνωση και θεραπεία αποτελεί την προσέγγιση και την πολιτική μας για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19.

Όλα τα άτομα που εκδηλώνουν συμπτώματα που εγείρουν την υπόνοια μόλυνσης από τη COVID-19 πρέπει να υποβάλλονται σε τεστ κορωνοϊού. Επίσης, άτομα που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα αλλά έχουν έρθει σε επαφή με κρούσμα, κατοικούν σε χώρους συγκέντρωσης (π.χ. εγκαταστάσεις μακροχρόνιας φροντίδας, σωφρονιστικές εγκαταστάσεις και κέντρα κράτησης, καταφύγια αστέγων) ή νοσηλεύονται σε περιοχές υψηλού επιπολασμού θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά. Προληπτικές εξετάσεις COVID-19 προτείνονται 5 με 7 μέρες ύστερα από την έκθεση, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί ποιος είναι η καλύτερη στιγμή για έναν τέτοιο έλεγχο.

Ένα άτομο που δεν παρουσιάζει συμπτώματα νόσησης είναι πιθανόν να έχει μολυνθεί, αν: έχει έρθει σε επαφή με άτομο που νόσησε από COVID-19, έχει βρεθεί σε κάποιο ίδρυμα ή τόπο με πολύ κόσμο, όπως νοσοκομεία, φυλακές, καταφύγια αστέγων, κ.ά. και νοσεί από κάποια ασθένεια, ιδίως αναπνευστικής φύσεως. Η διεξαγωγή τεστ κορωνοϊού είναι απαραίτητη πριν από χειρουργεία ή εξετάσεις που παράγουν αερολύματα και πριν από τη λήψη ανοσοκαταστολής.

Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με MAFLD είναι ευάλωτοι απέναντι σε σοβαρές μορφές της νόσου COVID-19, και ιδιαίτερα εκείνοι με υποκείμενη ηπατική ίνωση.

Long-COVID ονομάζονται τα συμπτώματα που μπορεί να ταλαιπωορύν ένα άτομο μετά από τη νόσηση από οξεία ασθένεια COVID-19. Τα συμπτώματα αυτά αναπτύσσονται είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά από τη νόσηση και συνεχίζονται για πάνω από 2 μήνες. Οι επιστήμονες δε γνωρίζουν ακόμη αν η «μακροχρόνια COVID» είναι μοναδική στην COVID-19 ή αποτελεί στάδιο ανάρρωσης και από άλλες παρόμοιες ασθένειες.

Τα πιο συνήθη συμπτώματα μετά από οξεία COVID-19 είναι κόπωση, δύσπνοια, πόνο στο στήθος και βήχας. Επίσης, πονοκέφαλος, πόνος στις αρθρώσεις, δυσγευσία, μυαλγίες και διάρροιες αποτελούν είναι αρκετά κοινά. Όσο για ψυχολογικά και γνωστικά συμπτώματα, κακή συγκέντρωση, αϋπνία, άγχος και κατάθλιψη ταλαιπωρούν πολλούς ασθενείς σε αυτό το στάδιο. Παράγοντες που επηρεάζουν τον χρόνο υποχώρησης των συμπτωμάτων αυτών είναι οι προγνωστικοί παράγοντες κινδύνου, η σοβαρότητα της οξείας νόσου και το φάσμα των αρχικών συμπτωμάτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και άτομα που νόσησαν από μία ήπιας μορφής COVID-19 εμφάνισαν συμπτώματα long-COVID.

Για διάγνωση νόσησης από COVID-19, στο διαγνωστικό κέντρο Bio-Merimna εκτελούνται οι εξής δοκιμές:

Μοριακός έλεγχος

Οι εξετάσεις NAAT (συμπεριλαμβανομένης της RT-PCR) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές για τη διάγνωση της COVID-19 σε πρωταρχικά στάδια, καθώς λαμβάνουν δείγματα RNA του ιού από το ανώτερο αναπνευστικό.

Οι ποικίλες RT-PCR εξετάσεις, που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, εντοπίζουν διάφορες περιοχές του γονιδιώματος SARS-CoV-2. Τα τεστ στα εργαστήρια Bio-Merimna επικεντρώνονται στις μοναδικές γενετικές περιοχές του γονιδιώματος του SARS-CoV-2, και πιο συγκεκριμένα στο νουκλεοκαψίδιο (N), τον φάκελο (E) και την ακίδα (S), περιοχές που βρίσκονται στο πρώτο ανοιχτό πλαίσιο ανάγνωσης, όπως στο RNA του ενζύμου της πολυμεράσης (RdRp). Η ισοθερμική ενίσχυση, το CRISPR και η αλληλουχία επόμενης γενιάς είναι άλλες μορφές των εξετάσεων NAAT.

Διάγνωση τρέχουσας λοίμωξης

Λαμβάνονται δείγματα από την αναπνευστική οδό. Το είδος του δείγματος που πρόκειται να ληφθεί επηρεάζει το ποστοστό εγκυρότητας της εξέτασης.

  • Υψηλή αναλυτική ευαισθησία και ειδικότητα σε ιδανικές ρυθμίσεις.
  • Η ακρίβεια των αποτελεσμάτων καθορίζεται από τον τύπο και την ποιότητα του δείγματος και το στάδιο της νόσου κατά τη στιγμή της εξέτασης.
  • Τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα των RT-PCR εξετάσεων κυμαίνονται από 5 έως 40% και εξαρτώνται από το είδος της εξέτασης που πραγματοποιήθηκε. Αν το RT-PCR τεστ για SARS-CoV-2 βγήκε θετικό, δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης του αποτελέσματος. Σε περίπτωση που το τεστ βγήκε αρνητικό αλλά εμφανίζετε ύποπτα συμπτώματα, η πραγματοποίηση ενός ακόμα τεστ συνιστάται. Η επανάληψη της εξέτασης αυτής είναι καλό να γίνεται 24 έως 48 ώρες μετά από την πρώτη δοκιμή. Αν και δεν είναι ακόμα γνωστό ποιος είναι ο βέλτιστος χρόνος για την επανεξέταση ενός πιθανού κρούσματος, δεν υπάρχει λόγος για την διεξαγωγή δύο τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού μέσα σε μία μέρα.
  • Η διεξαγωγή ενός τεστ για τον κορωνοϊό διαρκεί από 15 λεπτά έως 8 ώρες. Απλά τεστ είναι ικανά να αποφανθούν για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου σε λιγότερο από 1 ώρα. Περισσότερο χρόνο απαιτούν οι εργαστηριακές εξετάσεις λόγω της πολυπλοκότητάς τους. Παρόλα αυτά, η εμπειρία του γιατρού ή του ασθενή στην διεξαγωγή τέτοιων τεστ αλλά και οι διαδικασίες επεξεργασίας του δείγματος αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν το συνολικό χρόνο που θα πρέπει τελικά να αφιερωθεί μέχρι τη λήψη αποτελεσμάτων.
  • Το είδος του τεστ για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 και ο φόρτος εργασίας του εργαστηρίου παίζουν σημαντικό ρόλο στον απαιτούμενο χρόνο διεκπεραίωσης.
  • Υπάρχουν αναλύσεις που επιτρέπουν στα άτομα να συλλέγουν δείγματα από το σπίτι τους και να τα αποστέλλουν στα εργαστήρια μέσω ταχυδρομείου.

Οι εξετάσεις NAAT, όπως τα RT-PCR, εντοπίζουν το RNA του SARS-CoV-2 σε δείγματα ασθενών. Είναι ικανές να διακρίνουν ακόμα και  χαμηλά επίπεδα ιικού RNA. Παρόλα αυτά, το είδος της εξέτασης, η ποιότητα του δείγματος και το στάδιο της ασθένειας όταν πραγματοποιείται η ανάλυση παίζουν κρίσιμο ρόλο στην εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.

Ταχεία δοκιμή αντιγόνου (Ag-RDT)

Η ταχεία δοκιμή αντιγόνου αποτελεί μια εναλλακτική μορφή εξέτασης, αλλά γιατροί και άτομα που εξετάζονται μόνοι τους θα πρέπει να είναι ενήμεροι για την πιθανότητα μη έγκυρων αρνητικών αποτελεσμάτων και να λάβουν υπόψη τους τις πιθανότητες μόλυνσης για τον καθένα.

Ρινοφαρυγγικά ή ρινικά επιχρίσματα.

  • Η Ag-RDT εξέταση είναι έχει χαμηλότερα ποστοστά αποτελεσματικότητας από ένα RT-PCR τεστ, επειδή δεν ανιχνεύει τον ιό σε τόσο χαμηλά επίπεδα όσο το RT-PCR.
  • Για έγκυρα αποτελέσματα θα πρέπει να διενεργηθεί η εξέταση σε συμπτωματικά άτομα μέσα σε 5 με 7 ημέρες από τη στιγμή που τα συμπτώματα της νόσου έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται.
  • Ένα θετικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την μόλυνση από κορωνοϊό. Αντιθέτως, αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, το άτομο θα πρέπει να κάνει μια εξέταση με NAAT. Βέβαια, αν η κλινική υποψία είναι χαμηλή, τότε δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω εξετάσεις. Οι δοκιμές αντιγόνου είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για άτομα που βρίσκονται σε περιβάλλοντα όπου ο κίνδυνος μόλυνσης από COVID-19 είναι μεγάλος και πρέπει να εξετάζονται συχνά.

Ο χρόνος για την εκτέλεση του τεστ είναι λιγότερος από 60 λεπτά.

Οι δοκιμές αντιγόνου πραγματοποιούνται στο σημείο περίθαλψης ή στο σπίτι. Αποτελούν μια άριστη εναλλακτική για τις εξετάσεις NAAT για τον έλεγχο της υγείας ενός ατόμου αμέσως μετά την έναρξη εκδήλωσης ύποπτων συμπτωμάτων. Τα θετικά τεστ αποτελούν σίγουρη ένδειξη μόλυνσης από τον ιό. Σε περίπτωση που το τεστ βγει αρνητικό και υπάρχει μεγάλη κλινική υποψία μόλυνσης, συνιστάται και η εξέταση με NAAT. Οι δοκιμές αντιγόνου είναι άριστη μορφή εξέτασης για συνεχή έλεγχο, όταν το άτομο ζει σε περιβάλλον με υψηλές πιθανότητες μόλυνσης.

Ορολογικός έλεγχος

Τα τεστ που ανιχνεύουν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 είναι εξαιρετικά χρήσιμα, αφού αποκαλύπτουν άτομα που έχουν νοσήσει με COVID-19 στο παρελθόν. Τα ανιχνεύσιμα αντισώματα, για να αναπτυχθούν, χρειάζονται αρκετές ημέρες έως εβδομάδες. Έτσι, οι ορολογικές εξετάσεις δεν συνιστάνται για τη διάγνωση μιας σοβαρής μορφής COVID-19. Οι ορολογικές δοκιμές πρέπει να εκτελούνται και να ερμηνεύονται προσεκτικά λόγω της μεταβλητής απόδοσης μεταξύ των διαθέσιμων αναλύσεων, της πιθανότητας για χαμηλή θετική προγνωστική αξία σε περιβάλλοντα χαμηλής οροεπιπολασμού και των αβέβαιων ορολογικών συσχετίσεων της ανοσίας.

Έλεγχος της ανταπόκρισης του οργανισμού στη νόσο COVID-19.

Λειτουργεί ως αρωγός για τον ορισμό της αντίδρασης του οργανισμού τόσο στον SARS-CoV-2 καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας όσο και στα εμβόλια.

Ορός που συλλέγεται σε τυπικά φιαλίδια δειγματοληψίας.

  • Η ευαισθησία και η ειδικότητα ποικίλλουν πολύ.
  • Τα αντισώματα που εντοπίζονται χρειάζονται μερικές ημέρες έως εβδομάδες για να αναπτυχθούν. Τα αντισώματα IgG έναντι του αντιγόνου RBD εντός της υπομονάδας S1 της γλυκοπρωτεΐνης – ακίδας (spike – S) του SARS-CoV-2, που είναι επίσης ο στόχος στον οποίο βασίζονται όλα τα τρέχοντα εμβόλια SARS-CoV-2, αναπτύσσονται συνήθως 14 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
  • Έχει παρατηρηθεί αντίδραση και με άλλες μορφές κορωνοϊού.
  • Τα μεμονωμένα αποτελέσματα απαιτούν μεγάλη προσοχή στη διάγνωση, ειδικά σε περιπτώσεις χαμηλού οροθετικού επιπολασμού. Οι συγκεκριμένες εξετάσεις, που έχουν υψηλή ειδικότητα, εξακολουθούν να έχουν χαμηλή θετική προγνωστική αξία.
  • Για την ολοκλήρωση του τεστ απαιτούνται από 15 λεπτά έως 2 ώρες.
  • Η διάρκεια της εξέτασης επηρεάζεται από τη δοκιμή που χρησιμοποιείται και τον τρόπο εργασίας μέσα στο εργαστήριο.
  • Δεν είναι ακόμα βέβαιο αν ένα θετικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι το άτομο έχει ανοσία σε περίπτωση μόλυνσης στο μέλλον.

Αν το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι θετικό, αυτό σημαίνει ότι το άτομο είτε είχε μολυνθεί στο παρελθόν είτε έχει εμβολιαστεί κατά του SARS-CoV-2. Τα ορολογικά αποτελέσματα δεν θα πρέπει να λειτουργούν ως μέσο διάγνωσης για νόσηση από COVID-19 στο κοντινό παρελθόν ή στο παρόν. Δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η προστασία ενός οργανισμού κατά του συγκεκριμένου ιού από τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης. Η λήψη ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι σπάνιο φαινόμενο.

Τα αρνητικά αποτελέσματα είναι πιθανόν να προκύψουν από το δείγμα ασθενών που είναι ανοσοκατασταλμένοι, έχουν ήπια συμπτώματα, είναι ασυμπτωματικοί ή εμβολιάστηκαν κατά του SARS-CoV-2 μέσα στις 2 τελευταίες εβδομάδες. Αν υπάρχουν υποψίες μόλυνσης, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται μέσω μοριακών εξετάσεων.

Τα οριακά αρνητικά αποτελέσματα 0,50-1,00 αποτελούν απόδειξη της μειωμένης προσαρμοστικής ανοσίας του οργανισμού ύστερα από φυσική νόσηση. Η χορήγηση μιας δοσης εμβολίου συνιστάται, ώστε να δημιουργηθούν IgG αντισώματα και να επέλθει πλήρης ανοσία.

Οι μοριακές δοκιμές COVID-19 (π.χ. RT-PCR) που εκτελούνται στο διαγνωστικό κέντρο Bio-Merimna είναι ικανές να ανιχνεύσουν λοιμώξεις από COVID-19 ανεξάρτητα από το στέλεχος, συμπεριλαμβανομένης της παραλλαγής Omicron.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αποδεικνύουν εάν ένα άτομο είναι κρούσμα COVID-19 την παρούσα στιγμή, αλλά δεν αποκαλύπτει από ποια παραλλαγή του ιού έχει μολυνθεί.

Η παραλλαγή Omicron (B.1.1.529) έχει μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη ακίδας που έχουν ως αποτέλεσμα την αποτυχία ανίχνευσης του γονιδίου S σε ορισμένες RT-PCR. Οι περισσότερες RT-PCR εξακολουθούν να ανιχνεύουν την Omicron, επειδή αναγνωρίζουν πάνω από έναν γονιδιακούς στόχους. Οι περισσότερες δοκιμές αντιγόνου (οι οποίες γενικά επικεντρώνονται στη νουκλεοπρωτεΐνη) προβλέπεται ότι επίσης ανιχνεύουν την Omicron. Τα δεδομένα σχετικά με την ευαισθησία των δοκιμών αντιγόνου για την Omicron σε σχέση με άλλες παραλλαγές είναι σε πρωταρχικό στάδιο, αλλά δεν υποδεικνύουν ότι οι δοκιμές αντιγόνου θα πρέπει να αλλάξουν, όταν η Omicron είναι διαδεδομένη.

Η παραλλαγή Omicron έχει 4 μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη νουκλεοκαψιδίου. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η πλειοψηφία των δοκιμών αντιγόνου φαίνεται να είναι ικανές να ανιχνεύσουν την Omicron. Αν και είναι πιθανόν οι δοκιμές αντιγόνου να έχουν χαμηλότερη ευαισθησία για την παραλλαγή Omicron, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να υποδεικνύει ότι οι δοκιμές αντιγόνου θα πρέπει να τροποποιηθούν, όταν η Omicron είναι διαδεδομένη. Όπως συμβαίνει και με άλλες παραλλαγές του ιού, μια αρνητική δοκιμή αντιγόνου δε σημαίνει απαραίτητα ότι ένα άτομο δεν είναι άρρωστο. Για αυτό άλλωστε, όταν η πιθανότητα μόλυνσης από COVID-19 είναι υψηλή, ένα αρνητικό τεστ αντιγόνου είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί με ένα τεστ RT-PCR.

Άτομα που έχουν διαγνωστεί με COVID-19 είναι πιθανό να έχουν ανιχνεύσιμο RNA SARS-CoV-2 σε δείγματα που λαμβάνονται από την ανώτερη αναπνευστική οδό για εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Η συνεχόμενη ανίχνευση του RNA του ιού δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το άτομο είναι ακόμα άρρωστο. Σύμφωνα με το CDC, η ανίχνευση του ιού για πάνω από 10 ημέρες μετά την έναρξη της νόσου είναι σπάνια σε ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα έχουν υποχωρήσει.

Δεν υπάρχει ένας γενικός και τυπικός τρόπος θεραπείας των ανθρώπων των οποίων τα αποτελέσματα από τα τεστ RT-PCR συνεχίζουν να βγαίνουν θετικά ακόμα και για 10 ή και παραπάνω ημέρες ύστερα από το πέρας των συμπτωμάτων. Θεωρείται ότι οι ασθενείς αυτοί έχουν χαμηλή μολυσματικότητα, ειδικά στην περίπτωση που είχαν μια ήπιας ή μετρίας σοβαρότητας νόσο και της απουσία ανοσοκαταστολής. Η εξατομικευμένη προσέγγιση είναι η καλύτερη μέθοδος διαχείρισης των ασθενών αυτών.

Τα διάφορα είδη τεστ RT-PCR διαθέτουν διαφορετικά όρια ανίχνευσης του ιού. Επίσης, κατά τη διαδικασία επανελέγχου των αποτελεσμάτων δεν είναι απίθανο να εμφανιστούν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται σε διάφορα εργαστήρια και νοσοκομεία ίσως να μην τόσο ευαίσθητες και αποτελεσματικές όσο οι τυπικοί εργαστηριακοί έλεγχοι που εκτελούνται στο Bio-Merimna. Όλες οι μέθοδοι είχαν ειδικότητα ≥97 %.

Η κατάσταση εμβολιασμού δεν επηρεάζει την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των τεστ RT-PCR ή αντιγόνου. Μόνο οι ορολογικές εξετάσεις επηρεάζονται από τον εμβολιασμό. Πιο συγκεκριμένα, ο ορολογικός έλεγχος που επικεντρώνεται στην πρωτεΐνη ακίδας είναι ικανά να ανιχνεύσουν την αντίδραση των αντισωμάτων του οργανισμού στα εμβόλια, αλλά δεν είναι σε θέση να καταλάβουν την αντίδραση του εμβολία σε μια παλιά μόλυνση.

Η απάντηση είναι όχι. Τα βασικά γνωρίσματα του COVID-19 συμπίπτουν με τα χαρακτηριστικά της γρίπης και άλλων παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι μόνο η εργαστηριακή εξέταση είναι ικανή να διακρίνει κλινικά τη νόσο COVID-19 από άλλες ασθένειες.

Διάφορα προληπτικά μέτρα που ακολουθούνται εδώ και 20 μήνες συνεχίζουν να είναι αποτελεσματικά και για την προστασία κατά της παραλλαγής Omicron. Επομένως, είναι σημαντικό όλοι να εμβολιαστούν για τη νόσο COVID-19. Μετά τον αρχικό εμβολιασμό, η αναμνηστική δόση είναι χρήσιμη, αφού μειώνονται οι πιθανότητες μόλυνσης ή σοβαρής νοσηλείας. Επιπροσθέτως, θα πρέπει όλοι να φορούν προστατευτικές μάσκες σε δημόσιους χώρους, να κρατούνται αποστάσεις και τα άρρωστα άτομα να μένουν σπίτι. Όλα τα μέτρα παίζουν σπουδαίο ρόλο στη μείωση της μετάδοσης του κορωνοϊού.